- δινιτροβενζόλιο
- Δινιτρωμένο παράγωγο του βενζολίου, στο οποίοι οι δύο νιτροομάδες βρίσκονται σε ορθοθέσεις, μεταθέσεις ή παραθέσεις. Έχει τύπο C6H4(NO2)2 και παρασκευάζεται από την αντίδραση του νιτροβενζολίου με μείγμα θειικού και νιτρικού οξέος. Έχει μορφή κιτρινωπής σκόνης, σημείο τήξης 90°C και είναι αδιάλυτο στην αλκοόλη. Βρίσκει εφαρμογή στη σύνθεση των χρωμάτων και άλλων οργανικών ενώσεων, όπως τα εκρηκτικά, καθώς και ως βιομηχανικό υποκατάστατο της καμφοράς.
Dictionary of Greek. 2013.